σουφραλτί
(ουσ. ουδ.)
σουφραλτί
[sufralˈti]
Σινασσ.
σουφράτι
[suˈfrati]
Σίλ.
Από το τουρκ. sofra altı (bezi) = (ύφασμα) κάτω από το τραπέζι.
1. Πανί που τοποθετούσαν κάτω από το τραπεζομάντηλο
Σινασσ.
2. Tραπεζομάντηλο
Σίλ.
:
Φέρ' σουφράτι, κόρ'!
(Φέρε τραπεζομάντηλο, κόρη!)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6