ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουφραλτί (ουσ. ουδ.) σουφραλτί [sufralˈti] Σινασσ. σουφράτι [suˈfrati] Σίλ. Από το τουρκ. sofra altı (bezi) = (ύφασμα) κάτω από το τραπέζι.
1. Πανί που τοποθετούσαν κάτω από το τραπεζομάντηλο Σινασσ.
2. Tραπεζομάντηλο Σίλ. : Φέρ' σουφράτι, κόρ'! (Φέρε τραπεζομάντηλο, κόρη!) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6