σοφλαντίζω
(ρ.)
σοφλαdίζω
[soflaˈdizo]
Μαλακ.
Αόρ.
σοφλάν’σα
[soˈflansa]
Μαλακ.
Από το νεότ. ουσ. σοφής = ευλαβής, το οπ. από το τουρκ. sofu = ευλαβής, και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Υποκρίνομαι τον ευλαβή
Μαλακ.