ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σοχού (ουσ. ουδ.) σοχού [soˈxu] Ανακ., Σατ., Σίλατ. σοχούς [soˈxus] Αφσάρ., Φάρασ. σαχούς [saˈxus] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. sohu και soku = είδος πέτρινου γουδιού (Tietze 2019: λ. soku).
Μεγάλο γουδί από πέτρα, μάρμαρο ή ξύλο ό.π.τ. : Το Μιτσίκου τον Πάσκα βράσκανι τον πλεγούρι, το κορκότι, κουπανίσκαν τα σό σοχούς. (Τα Χριστούγεννα βράζανε το πληγούρι, το κουρκούτι, τα κοπάνιζαν στο μεγάλο γουδί) Φάρασ. -Παπαδ. Συνών. όλμος :1