ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σοχούμι (ουσ. ουδ.) σοχούμι [soˈxumi] Φάρασ. σουχούμι [suˈxumi] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. sokum, όπου και διαλεκτ. τύπ. sohum = α) μπουκιά β) ρολό από λεπτή πίτα.
1. Προσφάι που αποτελείται κυρίως από βραστά χορταρικά ή βρασμένα αβγά τυλιγμένα σε πίτα Φάρασ. : Να ποίκουμι σοχούμα να φάμι (Να φτιάξουμε χορτόπιτες να φάμε) Φάρασ. -VLACH Να ψήσουμε λιάα βάσα να ποίκουμι σοχούμα (Να ψήσουμε λίγα ψωμιά να φτιάξουμε προσφάγια) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
2. Εσωτερικό καρπού Αφσάρ.