σοχούμι
(ουσ. ουδ.)
σοχούμι
[soˈxumi]
Φάρασ.
σουχούμι
[suˈxumi]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. sokum, όπου και διαλεκτ. τύπ. sohum = α) μπουκιά β) ρολό από λεπτή πίτα.
1. Προσφάι που αποτελείται κυρίως από βραστά χορταρικά ή βρασμένα αβγά τυλιγμένα σε πίτα
Φάρασ.
:
Να ποίκουμι σοχούμα να φάμι
(Να φτιάξουμε χορτόπιτες να φάμε)
Φάρασ.
-VLACH
Να ψήσουμε λιάα βάσα να ποίκουμι σοχούμα
(Να ψήσουμε λίγα ψωμιά να φτιάξουμε προσφάγια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
2. Εσωτερικό καρπού
Αφσάρ.