σπάρσιμο
(ουσ. ουδ.)
σπάρσ̑ιμο
[ˈsparʃimo]
Φλογ.
σπάρσιμα
[ˈsparsima]
Φάρασ.
σπάρσ̑ιμα
[ʹsparʃima]
Φλογ.
σπείρσιμο
[ˈspirsimo]
Αξ.
σπέρσιμα
[ˈspersima]
Μισθ.
Γεν. Εν.
σπερσ̑ιμάτ’
[sperʃiˈmat]
Μισθ.
σπέρσιμου
[ˈspersimu]
Τσαρικ.
Νεότ. ουσ. σπάρσιμο από το θ. σπάρ- του ρ. σπέρνω με παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και -σιμά, βλ. Ανδριώτης (1948: 35). Οι τύπ. σπέρσιμο και σπείρσιμο με επίδρ. των θ. σπερ- και σπειρ- αντιστοίχως του ρ. σπέρνω. Πβ. και τύπ. σπείρμα στο λ. σπέρμα.
Σπορά
ό.π.τ.
:
Σπερσ̑ιμάτ’ βακ̇ί
(ο χρόνος της σποράς)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σπερσιμάτ' βακούτ
(Ο καιρός της σποράς)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Mουχοπωριάτικου-νενοιξιάτικου σπέρσιμου
(Φθινοπωρινή-ανοιξιάτικη σπορά)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Πασ̑λατούμε σο λάσ̑ιμο και σο σπάρσ̑ιμο
(Αρχίζουμε το όργωμα και την σπορά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811