σπιθαμή
(ουσ. θηλ.)
σπιθαμή
[spiθaˈmi]
Κίσκ., Φάρασ.
π͑ιτ͑αμή
[pʰitʰaˈmi]
Μισθ., Φλογ.
π͑ιτ͑αμισ̑’
[pʰitʰaˈmiʃ]
Μισθ.
πιdαμή
[pidaˈmi]
Μισθ.
πισαμή
[pisaˈmi]
Σίλ.
π’σ̑αμή
[pʃaˈmi]
Αξ.
πχιαμή
[pçaˈmi]
Αξ.
πιτεμή
[piteˈmi]
Μαλακ.
σπιθαμός
[spiθaˈmos]
Φάρασ.
Αρχ. ουσ. σπιθαμή. Ο τύπ. πιθαμή μεσν. με αποβολή τοῦ αρκτικοῦ [s]. Ο τύπ. σπιθαμός από την ονομ. σπιθαμή στην οποία το κλιτικό επίθμ. -η [i] θεωρήθηκε επίθμ. πληθ. -οι [i]. Ο τύπ. πιτεμή από τον τουρκ. διαλεκτ. ουσ. pitemi = μονάδα μήκους ισοδύναμη με μισό μέτρο, το οπ. αντιδάν. από την ελλ. λ. (THADS, λ. pitemi).
Μονάδα μήκους, η σπιθαμή
ό.π.τ.
:
Ένα π͑ιτ͑αμισ̑’
(μιά σπιθαμή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τέσσ’ρα πιdαμή
(τέσσερις πιθαμές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Μικρή πισαμή
(Μικρή πιθαμή˙ Μονάδα μέτρησης μήκους, 8.25 εκ.)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6