σπιτόκκο
(ουσ. ουδ.)
σπιτόκκο
[spiˈtoko]
Φάρασ.
Από το ουσ. σπίτι και το υποκορ. παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Σπιτάκι
Φάρασ.
:
Φόdες πααίνκανε, ήdουνε αν γκρύο, χιτς̑ που ντε τζ̑οὔντουνε, πηάγανε σ’ α σπιτόκκο
(καθώς πηγαίνανε, έκανε ένα κρύο, που ποτέ δεν έκανε, πήγανε σε ένα σπιτάκι)
Φάρασ.
-Dawk.
Έμπαν σου ήρτεν μπρον τουν το σπιτόκ-κο
(Μπήκαν στο σπιτάκι που βρέθηκε μπροστά τους )
Φάρασ.
-ΚΜΣ-CD