ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σπιτόκκο (ουσ. ουδ.) σπιτόκκο [spiˈtoko] Φάρασ. Από το ουσ. σπίτι και το υποκορ. παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Σπιτάκι Φάρασ. : Φόdες πααίνκανε, ήdουνε αν γκρύο, χιτς̑ που ντε τζ̑οὔντουνε, πηάγανε σ’ α σπιτόκκο (καθώς πηγαίνανε, έκανε ένα κρύο, που ποτέ δεν έκανε, πήγανε σε ένα σπιτάκι) Φάρασ. -Dawk. Έμπαν σου ήρτεν μπρον τουν το σπιτόκ-κο (Μπήκαν στο σπιτάκι που βρέθηκε μπροστά τους ) Φάρασ. -ΚΜΣ-CD