φάγημα
(ουσ. ουδ.)
φάγημα
[ˈfaʝima]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλ.
φάημα
[ˈfaima]
Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
φάγεμα
[ˈfaʝema]
Αξ., Σατ.
φάεμα
[ˈfaema]
Φάρασ., Φλογ.
φάημου
[ˈfaimu]
Μισθ.
φάγισμα
[ˈfaʝizma]
Φλογ.
Γεν.
φαγεμάτ'
[faʝeˈmat]
Ανακ.
Πληθ.
φαγήματα
[faˈʝimata]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. φάγημα (πβ. Σοῦδ. Φ 10 «Φαγήματα: βρώματα»). Ο τύπ. φάγισμα από το αορ. θ. φαγισ- του ρ. φαγίζω.
1. Η ενέργεια του τρώγω, φάγωμα
ό.π.τ.
:
Aτό τί φάημό 'νι;
(Τι τρόπος φαγητού είναι αυτός;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ιτο κιρίκα τι φάημα σ̑άν'!
(Αυτό το πουλάρι τι φάγωμα κάνει, πόσο τρώει!)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το σ̑ειμό πουά έργατα τζ̑οὔχαμε· πολύ φάεμα τσ̑αι πότεμα είχαμ'
(Το χειμώνα δεν είχαμε πολλές δουλειές· είχαμε πολύ φαγητό και ποτό)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Τα 'πεμεινά πάλι κω’άνε κέιφα̈ μο τα φαέματα τζ̑αι τα πιέματα
(Οι υπόλοιποι πάλι συνεχίζουν το γλέντι με φαγοπότια)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Στου χωριό τώρα τσιάχ χειμό τί να ποίκεις; Ε αυτά που σιάνουμ' κάθι μέρα, κάτσημου, φάημα, πγίσιμου, τσοίμημα
(Στο χωριό τώρα μέσα στο χειμώνα τι να κάνεις; ε, αυτά που κάνουμε κάθε μέρα, καθησιό, φαηγό, πιοτό, ύπνο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πασλάτ’σιν το φάημα, τιριλέd’σιν
(Άρχισε να τρώει, συνήλθε)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Θεκνίνκιν αν τουρλού γεμέκα σο τεψί μπρό του, τζαι φτένκιν α ζόρι φάγεμα
(Έβαζε ένα σωρό φαγητά στον δίσκο μπροστά της, και έφτιαχνε ένα εξαιρετικό γεύμα)
Σατ.
-Παπαδ.
Φκιάισ̑καν το σταυρό τ'νε και πασ̑λάταναν το φάημα
(Έκαναν το σταυρό τους και άρχιζαν το φαΐ)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
2. Φαγητό ή τρόφιμα
Μαλακ., Μισθ., Σατ., Σίλ., Τροχ., Φλογ.
:
Χέκιξαμ' ούλα ντα φαήμαδα σ' αμbαριού
(Βάζαμε όλα τα τρόφιμα στην αποθήκη)
Μισθ., Μαλακ.
-Κοτσαν.
Θέτσεν τον τεψή μο τα φαγέματα
(Έβαλε το ταψί με τα φαγητά)
Σατ.
-Παπαδ.
Φάγημα ρέ σε σ’ ρώσου
(Φαγητό δε θα σου δώσω)
Σίλ.
-Dawk.
Φάημα βράζει
(Το φαγητό βράζει)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Να σας ψήσωμε Πόλης τα καλά φαγήματα
(Θα σας μαγειρέψουμε τα ωραία πολίτικα φαγητά)
Σίλ.
-Συλλ.
Έχ'νε φάεμα πολύ, ας φάμ' ως νένοιξ'
(Έχουνε πολύ φαγητό, ας φάμε ως την άνοιξη)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
γατίχι :2, γεμέκι, ζαχράς, ζουμί :3, μάντζα, ψωμικά :1
β.
Ζωοτροφή
Σίλ.
:
Για τα χαϊβάνια τουκάντζησι φάημάν τους
(Τέλειωσε η ζωοτροφή για τα άλογα
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
3. Μτφ., δωροδοκία
Φάρασ.
4. Μτφ., σύνταξη
Μισθ.
:
Ντεβλέτι να μι βγάλ' φάημα
(Το κράτος να μου βγάλει σύνταξη)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887