φαγισερός
(επίθ.)
φασερό
[faseˈro]
Γούρδ.
Από το ρ. φαγίζω , όπου και τύπ. φαΐζω, και το παραγωγ. επίθμ. -ερός.
Λαίμαργος, φαγανός
Συνών.
γεϊτζής, γουλιάρης, κάναρα, κουρσάχι, φαγούρα :2
Τροποποιήθηκε: 23/10/2024