φαγούρα
(ουσ. θηλ.)
φαγούρα
[faˈɣura]
Μαλακ., Μισθ.
Μεσν. ουσ. φαγούρα = α) προμήθεια φαγητού β) ξύσιμο.
1. Κνησμός
ό.π.τ.
:
Πιάσι μι νια φαγούρα
(Με έπιασε μιά φαγούρα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γκιντίσιμα, γουρτεσέν, τσίμπημα :2