φαζλά
(επίθ.)
φαζλά
[fazˈla]
Ουλαγ., Σίλ.
Aπό το τουρκ. επίθ. fazla = α) περισσός β) υπόλοιπος γ) πολύς δ) επίρρ., πάρα πολύ, περισσότερο απ' όσο χρειάζεται ή πρέπει.
1. Περισσότερος
Ουλαγ.
2. Επίρρ., περισσότερο από ό,τι χρειάζεται
Σίλ.
:
Να του ντώκεις νιούγου φαζλά, εισ̑' να πομνεί τουν ντόπουν ντου
(Αν τον χτυπούσες λίγο περισσότερο από όσο πρέπει, θα έμενε στον τόπο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
νταχά
3. Πολύς
Σίλ.
:
Σήμερι έσ̑ει φαζλά άνουμου
(Σήμερα έχει πολύ αέρα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6