ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φαζλά (επίθ.) φαζλά [fazˈla] Ουλαγ., Σίλ. Aπό το τουρκ. επίθ. fazla = α) περισσός β) υπόλοιπος γ) πολύς δ) επίρρ., πάρα πολύ, περισσότερο απ' όσο χρειάζεται ή πρέπει.
1. Περισσότερος Ουλαγ.
2. Επίρρ., περισσότερο από ό,τι χρειάζεται Σίλ. : Να του ντώκεις νιούγου φαζλά, εισ̑' να πομνεί τουν ντόπουν ντου (Αν τον χτυπούσες λίγο περισσότερο από όσο πρέπει, θα έμενε στον τόπο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. νταχά
3. Πολύς Σίλ. : Σήμερι έσ̑ει φαζλά άνουμου (Σήμερα έχει πολύ αέρα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6