φάκατ
(σύνδ.)
φάκατ
[ˈfakat]
Αξ., Σίλ.
Από τον τουρκ. (< αραβ.) συνδ. fakat = αλλά, όμως.
Παρατακτ. αντιθετ. σύνδεσμος, αλλά
ό.π.τ.
:
Βασ̑ιλιό μ’, τα χρόνια σ’ ας είνdαι πολλά, φάκατ ατό το λες ντέμ μπορ' να γενεί
(Βασιλιά μου, τα χρόνια σου ας είναι πολλά, αλλά αυτό που λες δεν μπορεί να γίνει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τρέει και κλώει να το ηύρ', φάκατ εκείνο γένεν γαΐπ
(Τρέχει και γυρίζει να τον βρει, αλλά εκείνος έγινε άφαντος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.