ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φακουδίστρα (ουσ. θηλ.) φακουίστρα [fakuˈistra] Αξ., Μισθ. Από το ουσ. φακούδι, όπου και τύπ. φακούγ' και το παραγωγ. επίθμ. -ίστρα.
Χωράφι σπαρμένο με φακή ό.π.τ. : || Ασμ. Έσπειρα ροβίστρα, σ̑ήκουσα φακουΐστρα
ήρτι ντου πουλίτσι, τώκα, τσάκουσα ντου γ̇ίτσι τ'
(Έσπειρα χωράφι με ρεβίθια, μάζεψα χωράφι με φακές,
ήρθε το πουλάκι, το χτύπησα, έσπασα το πόδι του)
Μισθ. -Κωστ.Μ.