φακουδίστρα
(ουσ. θηλ.)
φακουίστρα
[fakuˈistra]
Αξ., Μισθ.
Από το ουσ. φακούδι, όπου και τύπ. φακούγ' και το παραγωγ. επίθμ. -ίστρα.
Χωράφι σπαρμένο με φακή
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Έσπειρα ροβίστρα, σ̑ήκουσα φακουΐστρα
ήρτι ντου πουλίτσι, τώκα, τσάκουσα ντου γ̇ίτσι τ' (Έσπειρα χωράφι με ρεβίθια, μάζεψα χωράφι με φακές,
ήρθε το πουλάκι, το χτύπησα, έσπασα το πόδι του) Μισθ. -Κωστ.Μ.
ήρτι ντου πουλίτσι, τώκα, τσάκουσα ντου γ̇ίτσι τ' (Έσπειρα χωράφι με ρεβίθια, μάζεψα χωράφι με φακές,
ήρθε το πουλάκι, το χτύπησα, έσπασα το πόδι του) Μισθ. -Κωστ.Μ.