φάνα
(ουσ. θηλ.)
φάνα
[ˈfana]
Φάρασ., Φκόσ.
Από το μεσν. ουσ. φάνη = λάμπα (πβ. και αρχ. φανή = πυρσός).
Φανάρι
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Ἠψεν στον γκόσμον α φάνα
ήρτην ο Χριστός μο θάγμα (Άναψε στον κόσμο το φανάρι
ήρθε ο Χριστός με θαύμα ) Φάρασ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. φανάρι
ήρτην ο Χριστός μο θάγμα (Άναψε στον κόσμο το φανάρι
ήρθε ο Χριστός με θαύμα ) Φάρασ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. φανάρι