φαράκα
(ουσ. θηλ.)
φαράκα
[faˈraka]
Σινασσ.
Από το ρ. καρακώνω, όπου και τύπ. φαρακώνω, υποχωρητ.
Ξύλινο ή πάνινο πώμα λαγηνιού
Πβ.
πούμα