ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φαράσι (ουσ. ουδ.) φαράσι [faˈrasi] Σινασσ. φαράσ̑' [faˈraʃ] Ανακ., Γούρδ., Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. faraş. Πβ. νεότ. τύπ. φαράτζι (Λεξ. Σομ.) = δοχείο απορριμάτων.
1. Φαράσι Ανακ., Γούρδ. Συνών. σουρετσέκι
2. Δοχείο ακαθαρσιών Μαλακ., Σινασσ.