φαράσι
(ουσ. ουδ.)
φαράσι
[faˈrasi]
Σινασσ.
φαράσ̑'
[faˈraʃ]
Ανακ., Γούρδ., Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. faraş. Πβ. νεότ. τύπ. φαράτζι (Λεξ. Σομ.) = δοχείο απορριμάτων.
2. Δοχείο ακαθαρσιών
Μαλακ., Σινασσ.