φαρφαράς
(ουσ.)
φαρφαράς
[farfaˈras]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. φαρφαράς = καυχησιάρης (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. farfara = α) πολυλογάς β) καυχησιάρης.
1. Επιπόλαιος, προπέτης
Σινασσ.
2. Ανοιχτόκαρδος
Μαλακ.