φαφλατάς
(ουσ. αρσ.)
φαφλατάς
[faflaˈtas]
Μαλακ.
Από το νεότ.. ουσ. φαφλατὰς = φλύαρος. Η λ. ως ανθρωπωνύμιο ήδη από τον 13ο-14ο αι.
Φαφλατάς
Συνών.
γκεβεζές, λαφτσής, μποσμπογάζι :1