φέγγος
(ουσ. ουδ.)
φένgος
[ˈfeŋgos]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μαλακ., Ποτάμ., Σατ., Σίλατ., Τελμ., Τσαρικ., Φερτάκ.
φέγγους
[ˈfeŋgus]
Μισθ.
φένgο
[ˈfeŋgo]
Δίλ., Τζαλ.
φέγγου
[ˈfeŋgu]
Καρατζάβ.
Αρσ.
φένgος o
[ˈfeŋgos]
Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ.
Το αρχ. ουσ. φέγγος = α) φως β) φεγγαρόφωτο.
1. Φεγγάρι
ό.π.τ.
:
Φένgους μούλουσιν σα συννίφαδα
(Το φεγγάρι κρύφτηκε στα σύννεφα )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τσ̑άλσε τζ̑αι στ’ άβου μου τη μερά ο φένgος
(Και από την άλλη πλευρά με χτυπούσε (το φως) του φεγγαριού)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήνοιξε το φένgος
(To φεγγάρι είναι πολύ ανοιχτόχρωμο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ258
Μίκρυνεν φένgος
(Το φεγγάρι μίκρυνε, είναι στην χάση)
Σίλατ.
-ΙΛΝΕ 812
Φένgος γιομών'
(Το φεγγάρι μεγαλώνει, γεμίζει)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Φένgος 'φκιορών'
(Το φεγγάρι αδειάζει, πλησιάζει στην χάση του)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Ασ' ση μάνα τ' ξέβην φέγγος
(Από τη μάνα του βγήκε το φεγγάρι˙ Βγήκε η νέα σελήνη)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
'α υπάμ' σο κλεψιμό, 'α βγκει ο φένgος το βραδύ
(Θα πάμε για κλεψια, θα βγει το φεγγάρι το βράδυ˙ Ειρωνική απάντησε σε δειλό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Γιομώθη ο φένgος
(Γέμισε το φεγγάρι˙ είναι πανσέληνος)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Φένgος γένεν οημ'σό
(Το φεγγάρι έγινε μισό˙ το φεγγάρι έγινε μισοφέγγαρο)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Τους φένgους
(Του φεγγαριού˙ ως επιρρηματ. γεν. του χρόνου, την νύχτα)
-ΚΜΣ-ΚΠ326
Συνών.
αγίτετς, φεγγάρι :1, φεγγούσκος