ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φέγγος (ουσ. ουδ.) φένgος [ˈfeŋgos] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μαλακ., Ποτάμ., Σατ., Σίλατ., Τελμ., Τσαρικ., Φερτάκ. φέγγους [ˈfeŋgus] Μισθ. φένgο [ˈfeŋgo] Δίλ., Τζαλ. φέγγου [ˈfeŋgu] Καρατζάβ. Αρσ. φένgος o [ˈfeŋgos] Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ. Το αρχ. ουσ. φέγγος = α) φως β) φεγγαρόφωτο.
1. Φεγγάρι ό.π.τ. : Φένgους μούλουσιν σα συννίφαδα (Το φεγγάρι κρύφτηκε στα σύννεφα ) Μισθ. -Κοτσαν. Τσ̑άλσε τζ̑αι στ’ άβου μου τη μερά ο φένgος (Και από την άλλη πλευρά με χτυπούσε (το φως) του φεγγαριού) Φάρασ. -Dawk. Ήνοιξε το φέγγος (To φεγγάρι είναι πολύ ανοιχτόχρωμο) Τελμ. -ΚΜΣ-ΚΠ258 Μίκρυνεν φένgος (Το φεγγάρι μίκρυνε, είναι στην χάση) Σίλατ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Ασ' ση μάνα τ' ξέβην φέγγος (Από τη μάνα του βγήκε το φεγγάρι˙ Βγήκε η νέα σελήνη) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ165 Α' υπάμ' σο κλεψιμό, 'α βγκει ο φέγγος το βραδύ (Θα πάμε για κλεψια, θα βγει το φεγγάρι το βράδυ˙ Ειρωνική απάντησε σε δειλό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Γιομώθη ο φένgος (Γέμισε το φεγγάρι˙ Είναι πανσέληνος) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Τους φέγγους (Του φεγγαριού˙ Ως επιρρηματ. γεν. του χρόνου, τη νύχτα) -ΚΜΣ-ΚΠ326 Συνών. αγίτετς, φεγγάρι :1, φεγγούσκος
2. Φως Αραβαν. Συνών. σάφκι, τσίτσα :1, φως