φέρημα
(ουσ. ουδ.)
φέρημα
[ˈferima]
Ουλαγ.
φέρεμα
[ˈferema]
Φάρασ.
Από το το νεότ. ουσ. φέρημα, το οπ. από το ρ. φέρω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φέρνω
Ουλαγ.
2. Ερχομός
Φάρασ.
:
Ατέ το σον το κρυφόν το φέρεμα κα τζ̑ο φάνη με
(Αυτός ο κρυφός σου ο ερχομός δεν μου φάνηκε καλό)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Συνών.
έρημα, έρσιμο