ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φερετζές (ουσ. αρσ.) φερετσ̑ές [fereˈtʃes] Φάρασ. φα̈ρα̈τσ̑α̈́ς [færæˈtʃæs] Αφσάρ. Από το νεότ. ουσ. φερετζές, αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. ferace και παλαιότ. τουρκ. ferece, το οπ. απώτερας ελλ. προέλευσης από το μεσν. ουσ. φορεσία (βλ. Meyer 1893: 52, Tietze 2016, λ. ferrace/ ferace/ ferece).
Φερετζές ό.π.τ.