φερμάνι
(ουσ. ουδ.)
φερμάνι
[ferˈmani]
Φάρασ.
φερμάν'
[ferˈman]
Σίλατ.
φιρμάν'
[firˈman]
Μισθ., Τροχ.
Από το νεότ. ουσ. φερμάνι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. ferman = α) βασιλικό διάταγμα β) διαταγή.
1. Φιρμάνι, διαταγή
ό.π.τ.
:
Γράφτου ντου φιρμάν'
(Γράφω την διαταγή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Βασ̑ιλέγας δώκεν φερμάν' να περάσουν και βούλα, μικρά και μεγάλα
(Ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να περάσουν και όλοι από μπροστά του, μικραί και μεγάλοι)
Σίλατ.
-Dawk.
Τούρκ' ξέβαλαν φιρμάν' και είπαν "γιά τ' γλώσσα σας γιά το Χεγό σας τὄνα να το ζορμονέσιτ'»
(Οι Τούρκοι έβγαλαν διαταγή και είπαν "ή την γλώσσα σας ή τον Θεό σας, το ένα από τα δύο να το ξεχάσετε")
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
|| Παροιμ.
Αδα̈́ σο τόζιν τσαι σο τουμένι φερμάνι ψέλνεται;
(Εδώ στην σκόνη και τον καπνό διαβάζεται φιρμάνι;˙ Για δικαιολογίες αποχώρησης)
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
εμίρι, κιτάπι, όρισμα :1, τεμπίχι, χαμπάρι
2. Έγγραφο
Μισθ.
:
Μιουχιούρ' έχ' ντου φιρμάν'
(Σφραγίδα έχει το έγγραφο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
μεκτούπι, χαρτίο