ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φερμάνι (ουσ. ουδ.) φερμάνι [ferˈmani] Φάρασ. φερμάν' [ferˈman] Σίλατ. φιρμάν' [firˈman] Μισθ., Τροχ. Από το νεότ. ουσ. φερμάνι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. ferman = α) βασιλικό διάταγμα β) διαταγή.
1. Φιρμάνι, διαταγή ό.π.τ. : Γράφτου ντου φιρμάν' (Γράφω την διαταγή) Μισθ. -Κοτσαν. Βασ̑ιλέγας δώκεν φερμάν' να περάσουν και βούλα, μικρά και μεγάλα (Ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να περάσουν και όλοι από μπροστά του, μικραί και μεγάλοι) Σίλατ. -Dawk. Τούρκ' ξέβαλαν φιρμάν' και είπαν "γιά τ' γλώσσα σας γιά το Χεγό σας τὄνα να το ζορμονέσιτ'» (Οι Τούρκοι έβγαλαν διαταγή και είπαν "ή την γλώσσα σας ή τον Θεό σας, το ένα από τα δύο να το ξεχάσετε") Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 || Παροιμ. Αδα̈́ σο τόζιν τσαι σο τουμένι φερμάνι ψέλνεται; (Εδώ στην σκόνη και τον καπνό διαβάζεται φιρμάνι;˙ Για δικαιολογίες αποχώρησης) -Λουκ.Λουκ. Συνών. εμίρι, κιτάπι, όρισμα :1, τεμπίχι, χαμπάρι
2. Έγγραφο Μισθ. : Μιουχιούρ' έχ' ντου φιρμάν' (Σφραγίδα έχει το έγγραφο) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. μεκτούπι, χαρτίο