τεμπίχι
(ουσ. ουδ.)
τεμπίχ'
[temˈbix]
Αραβαν., Ουλαγ., Φλογ.
τεμπίχ̇ι
[tembixi]
Αφσάρ.
τ͑αμbέχ̇ι
[tʰamˈbexi]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. τεμπίχι (Mackridge 2021: 55), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tenbih (< αραβ. tanbīh) και με αφομ. tembih = α) διαταγή β) προειδοποίηση (< αραβ. tanbīh).
β.
Σύσταση
Φάρασ.
2. Παραγγελία
ό.π.τ.
:
Τεμπίχ σκέω
(Κάνω παραγγελία)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ερ να ποίτσ̑ει τα τ͑αμbέχα̈ μου, 'ς τα πάρει
(Αν εκτελέσει τις παραγγελίες μου, ας την πάρει για γυναίκα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
παραγγελιά, σιμπαρίτς, τεμπεχλέτημα