τεπελεντίζω
(ρ.)
ντεπελανdίζου
[depelanˈdizu]
Μισθ.
ντα̈π͑α̈λα̈νdίζου
[dæpʰælænˈdizu]
Μισθ.
τ͑επελεντώ
[tʰepelenˈdo]
Φλογ.
Αόρ.
ντα̈π͑α̈λάντ'σ̑α
[dæpʰæˈlantʃa]
Μισθ.
Προστ. Εν.
ντεπελάdα
[depeˈlada]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. tepelenmek = χτυπιέμαι (παθ. του ρ. tepelemek = χτυπώ), όπου και διαλεκτ. τύπ. debelenmek (Redhouse) και depelenmek.
1. Σπαρταρώ, χτυπιέμαι
Φάρασ.
2. Μτφ., χτυπιέμαι, αγωνίζομαι
ό.π.τ.
:
Σέμεν κόρη τ' να τρανήσ' το μάνα τ', το βά τ', τ͑επελεντούν σα κατράνια μέσα
(Μπήκε η κόρη τους να δει τη μάνα της, τον πατέρα της, χτυπιούνται μέσα στις πίσσες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812