ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεπελεντίζω (ρ.) ντεπελανdίζου [depelanˈdizu] Μισθ. τ͑επελεντώ [tʰepelenˈdo] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. tepelenmek = χτυπιέμαι (παθ. του ρ. tepelemek = χτυπώ) και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Χτυπιέμαι, αγωνίζομαι ό.π.τ. : Σέμεν κόρη τ' να τρανήσ' το μάνα τ', το βά τ', τ͑επελεντούν σα κατράνια μέσα (Μπήκε η κόρη τους να δει τη μάνα της, τον πατέρα της, χτυπιούνται μέσα στις πίσσες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812