τεπελεντίζω
(ρ.)
ντεπελανdίζου
[depelanˈdizu]
Μισθ.
τ͑επελεντώ
[tʰepelenˈdo]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. tepelenmek = χτυπιέμαι (παθ. του ρ. tepelemek = χτυπώ) και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Χτυπιέμαι, αγωνίζομαι
ό.π.τ.
:
Σέμεν κόρη τ' να τρανήσ' το μάνα τ', το βά τ', τ͑επελεντούν σα κατράνια μέσα
(Μπήκε η κόρη τους να δει τη μάνα της, τον πατέρα της, χτυπιούνται μέσα στις πίσσες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812