τεπές
(ουσ. ουδ.)
τεπές
[teˈpes]
Κίσκ., Τσουχούρ.
τεπ͑ές
[teˈphes]
Φάρασ.
τεπέ
[teˈpe]
Αξ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
ντεπέ
[deˈpe]
Αξ., Σίλ., Τσαρικ.
Πληθ.
τεπέδια
[teˈpeðʝa]
Σινασσ.
ντεπέια
[deˈpeja]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. τεπές (πβ. Καλλίν. Ἐπιστ., 1.14.1557 «Καὶ ὅπου εἶναι τὸ νερόν, ἔχουσι καμωμένον ὡσὰν βουνάκι καὶ τεπὲ κ’ ἐκεῖθεν ἀναβλύζει»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tepe = λόφος, κορυφή, όπου και διαλεκτ. τύπ. depe.
2. Κορυφή
Κίσκ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
:
Bουϊνού τεπέ
(H κορφή του βουνού)
-ΚΕΕΛ 1361
Ο τεπές του χαβαχού
(Η κορυφή της λεύκας)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
καφάς, κεφάλι, κορυφή
5. Μτφ., αποκορύφωση
Αξ., Σίλ.
:
|| Φρ.
Ζουλειάς τσ̑ης ντεπέ
(της δουλειάς της την κορυφή˙ την ώρα της δουλειάς, στην αιχμή της δουλειάς Πβ. τουρκ. <em>tepede olmak</em> = μεσουρανώ.)
Σίλ.
-Dawk.