ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεπές (ουσ. ουδ.) τεπές [teˈpes] Κίσκ., Τσουχούρ. τεπ͑ές [teˈphes] Φάρασ. τεπέ [teˈpe] Αξ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. ντεπέ [deˈpe] Αξ., Σίλ., Τσαρικ. Πληθ. τεπέδια [teˈpeðʝa] Σινασσ. ντεπέια [deˈpeja] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. τεπές (πβ. Καλλίν. Ἐπιστ., 1.14.1557 «Καὶ ὅπου εἶναι τὸ νερόν, ἔχουσι καμωμένον ὡσὰν βουνάκι καὶ τεπὲ κ’ ἐκεῖθεν ἀναβλύζει»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tepe = λόφος, κορυφή, όπου και διαλεκτ. τύπ. depe.
1. Λόφος Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. : Ντερέδια και τεπέδια (Χαράδρες και λόφοι) Σινασσ. -Βλασ. Συνών. λοφί :1, μυτί, ψελάδι
2. Κορυφή Κίσκ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. : Bουϊνού τεπέ (H κορφή του βουνού) -ΚΕΕΛ 1361 Ο τεπές του χαβαχού (Η κορυφή της λεύκας) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. καφάς, κεφάλι, κορυφή
3. Ανηφόρα Τσαρικ. Συνών. ανήφορος
4. Μτφ., κεφάλι Φάρασ. Συνών. καφάς, κεφάλι
5. Μτφ., αποκορύφωση Αξ., Σίλ. : || Φρ. Ζουλειάς τσ̑ης ντεπέ (της δουλειάς της την κορυφή˙ την ώρα της δουλειάς, στην αιχμή της δουλειάς Πβ. τουρκ. <em>tepede olmak</em> = μεσουρανώ.) Σίλ. -Dawk.