ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεπτίλης (επίθ.) τεπτίλης [tepˈtilis] Φάρασ. τεπτίλ' [tepˈtil] Φάρασ. τ͑επ͑τίλ’ [tʰeˈpʰtil] Φάρασ. τ͑επ͑τίλι [tʰeˈpʰtili] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. tebdil = α) αλλαγή, μεταβολή β) ανταλλαγή γ) μεταμφιεσμένος δ) κατάσκοπος ε) ντετέκτιβ.
Ελεύθερος, αδέσποτος : 'νεγκώθη τ͑επ͑τίλι (Τριγυρίζει αδέσποτος) Φάρασ. -Αναστασ.