τερέ
(ουσ. ουδ.)
τερέ
[teˈre]
Μισθ., Ουλαγ., Φλογ.
Πληθ.
τερέδια
[teˈreðʝa]
Ποτάμ.
τερέγια
[teˈreʝa]
Αξ.
τερέε
[teˈree]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. tere =κάρδαμο.
To φυτό Λεπίδιο το ήμερο (Lepidium sativum), κοινώς κάρδαμο
ό.π.τ.
:
Γάπτα λίου τερέ απ΄ ντου μπαχτσιά
(Κόψε λίγο κάρδαμο από τον κήπο)
Μισθ.
-Κοτσαν.