ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τερέ (ουσ. ουδ.) τερέ [teˈre] Μισθ., Ουλαγ., Φλογ. Πληθ. τερέδια [teˈreðʝa] Ποτάμ. τερέγια [teˈreʝa] Αξ. τερέε [teˈree] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. tere =κάρδαμο.
To φυτό Λεπίδιο το ήμερο (Lepidium sativum), κοινώς κάρδαμο ό.π.τ. : Γάπτα λίου τερέ απ΄ ντου μπαχτσιά (Κόψε λίγο κάρδαμο από τον κήπο) Μισθ. -Κοτσαν.