τεπερίκι
(ουσ. ουδ.)
τεπερίκ
[tepeˈrik]
Φλογ.
νταbαρίτσ'
[dabaˈrits]
Μισθ.
ντα̈μπαρίτσ'
[dæbaˈrits]
Μισθ.
τεπερούκι
[tepeˈruci]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. teberik = α) δὠρο β) αναμνηστικό, ενθύμιο γ) ενέχυρο, όπου και τύπ. teperik (Tietze 2019, λ. teberik, THADS, λ. teberik)
Ενθύμιο, κειμήλιο
Φάρασ., Φλογ.
:
'υρεύω ραδέ να με δώσ'ς αν τεπερούκι με
(Ζητάω λοιπόν να μου δώσεις ένα ενθύμιο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Κάκα μ’ ντα̈bαρίτσ'
(Tης γιαγιάς μου το ενθύμιο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ιτά ντου νταbαρίτσ' τσ̑είδι απ΄ του πάππου μ'
(Αυτό το κειμήλιο είναι από τον παππού μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πβ.
αντικάς :1