ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεπίκι (ουσ. ουδ.) τεπίκι [teˈpici] Μισθ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. tepik = κλοτσιά.
Κλοτσιά ό.π.τ. : Ένα χατρά ΄μέτορ γαϊδούρ' τσιφτελού ναι για, δώκεν ένα τεπίκι, λάχεν το μάνα μ’ τζαχ στο καργιά τ’ (Το δικό μας το γαϊδούρι είναι λίγο κακότροπο για, έδωσε μιά κλοτσιά, κλότσησε τη μάνα μου ακριβώς στην κοιλιά της) Μισθ. -Pernot.Gall. Συνών. λαχτιά, τεπικιά