τερζής
(ουσ. αρσ.)
τερζής
[terˈzis]
Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ.
τ͑ερτζής
[tʰerˈdzis]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. terzi = ράφτης.
Ράφτης
ό.π.τ.