τερμπιγελούς
(επίθ.)
τερπιγελού
[terpiʝeˈlu]
Μαλακ.
τερπιαλούς
[tʰerpiaˈlus]
Φάρασ.
τερμπιελΰ
[terbieˈly]
Αραβαν.
τ͑α̈ρπια̈λούς
[tʰærpiæˈlus]
Αφσάρ.
Θηλ.
τ͑ερπιαλούσα
[tʰærpiaˈlusa]
Φάρασ.
τ͑α̈ρπια̈λούσα
[tʰærpiæˈlusa]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. terbiyeli = ευγενικός.
1. Ευγενικός, με καλούς τρόπους
ό.π.τ.
:
Απιδού στέρου ‘ίνου τερπιελούς τζαι κάθου
(Από δώ κι ύστερα να έχεις διαρκώς κόσμια διαγωγή)
Σατ.
-Παπαδ.
2. Aυγολεμονάτος
Αραβαν.
:
|| Φρ.
Τερμπιελΰ φαγί
(Αυγολεμονάτη σούπα˙ σούπα με αυγολέμονο, που την πρόσφεραν ως πρώτο πιάτο στο γιορτινό τραπέζι των Χριστουγέννων)
Αραβαν.
-ΚΜΣ-ΚΠ212α