ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τερμπιγελούς (επίθ.) τερπιγελού [terpiʝeˈlu] Μαλακ. τερπιαλούς [tʰerpiaˈlus] Φάρασ. τερμπιελΰ [terbieˈly] Αραβαν. τ͑α̈ρπια̈λούς [tʰærpiæˈlus] Αφσάρ. Θηλ. τ͑ερπιαλούσα [tʰærpiaˈlusa] Φάρασ. τ͑α̈ρπια̈λούσα [tʰærpiæˈlusa] Αφσάρ. Από το τουρκ. terbiyeli = ευγενικός.
1. Ευγενικός, με καλούς τρόπους ό.π.τ. : Απιδού στέρου ‘ίνου τερπιελούς τζαι κάθου (Από δώ κι ύστερα να έχεις διαρκώς κόσμια διαγωγή) Σατ. -Παπαδ.
2. Aυγολεμονάτος Αραβαν. : || Φρ. Τερμπιελΰ φαγί (Αυγολεμονάτη σούπα˙ σούπα με αυγολέμονο, που την πρόσφεραν ως πρώτο πιάτο στο γιορτινό τραπέζι των Χριστουγέννων) Αραβαν. -ΚΜΣ-ΚΠ212α