ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τερσλίχι (ουσ. ουδ.) τ͑ερσλίχ̇ι [tʰersˈlixi] Φάρασ. τ͑α̈ρσλίχ̇ι [tʰærsˈlixi] τερτζιλίκι [terdziˈlici] Τσουχούρ. Από το τουρκ. ουσ. terslik = α) ανάποδη έκβαση β) αναποδιά της τύχης γ) αναποδιά χαρακτήρα
Αναποδιά ό.π.τ. : Στον ταλάσια μας να βκούμι σο παπόρι ζελμόντ’σαμ’ ντα πάρουμι ’ντάμα μας, μέγα τερτζιλίκι (Στην αναστάτωση μας να ανέβουμε στο πλοίο, ξεχάσαμε να την πάρουμε μαζί μας (ενν. την εικόνα), μεγάλη αναποδιά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.