τερμόνι
(ουσ. ουδ.)
τερμόν'
[terˈmon]
Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
τιρμόνι
[tirˈmoni]
Σινασσ.
τιρμόν'
[tirˈmon]
Χαλβάντ.
τ̔ιρμόν’
[tʰirˈmon]
Δίλ.
τιρμάν
[tirˈman]
Γούρδ.
τορμόν'
[torˈmon]
Δίλ., Μισθ.
τρομόνι
[troˈmoni]
Γούρδ.
τρομόν'
[troˈmon]
Αραβαν.
Από το μεσν. ουσ. τερμόνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. τέρμων. Ο τύπ. τιρμάν αντιδάν. από το τουρκ. διαλεκτ. tırman = σύνορο κήπων ή αγρών (Tzitzilis 1987α: 123). Ο τύπ. τορμόνι με αφομ.
1. Όριο, σύνορο αγρού
ό.π.τ.
:
Πάτ'σις ντου τορμόν'
(Πάτησες το σύνορο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τορμόνια ντέν είχαμ', είχαμ' όσο μέρος έπιανες
(Σύνορα αγρών δεν είχαμε, είχαμε όσο μέρος καταλάμβανε ο καθένας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ας ταυρίσουμ' τορμόν'
(Ας τραβήξουμε σύνορο)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Ντοϊστιζαν τ΄απάν' ντου μαχαλά μη δου κάτ' ντου μαχαλά προπάνdων για ντα ντορμόνια
(Μάλωναν ο πάνω μαχαλάς με τον κάτω μαχαλά προπάντων για τα σύνορα των αγρών)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Ειδικό πέρασμα μέσα στο χωράφι
Αραβαν., Μαλακ.