τερεμπεγλίκια
(ουσ. ουδ.)
τερεμπεγλίκια
[terebeˈɣlica]
Από το ουσ. derebeylik = η εξουσία του ντερέμπεη, φεουδαρχία.
Αθλιότητες, αυθαιρεσίες
Τροποποιήθηκε: 23/08/2025