τεπικλεντίζω
(ρ.)
τεπικλεdίζου
[tepikleˈdizu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. tepiklemek (αόρ. tepikledi) = κλοτσώ.
Τροποποιήθηκε: 21/05/2025