τεπελέτημα
(ουσ. ουδ.)
τεπ͑ελέτημα
[tepheˈletima]
Φάρασ.
Από το ρ. τεπελετίζω, όπου και τύπ. τεπ͑ελετώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. και νεότ. ουσ. τεπελέτισμα = σκότωμα.
Ποδοπάτημα
Φάρασ.