τέμπλο
(ουσ. ουδ.)
τέμπλο
[ˈtemblo]
Αραβαν.
Από το μεσν. ουσ. τέμπλον < λατιν. templum.
Τέμπλο εκκλησίας
Συνών.
τέμενος
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025