τεμίς
(επίθ.)
τ͑εμίς
[tʰeˈmis]
Αξ.
τεμίζια
[teʹmizʝa]
Τροχ.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. temiz = α) καθαρός β) τίμιος γ) ποιοτικός, επιθυμητός.
2. Τίμιος
ό.π.τ.
:
Τι ήκρευαν να μας μάχ’νε, το μπαχτσίς, το ρουσφέτ’ για το αφέντη μ’· Ρωμιοί ήχταν τεμίζια ηντάν, ντεν τα χαζλάντιζαν
(Τι ήθελαν να μας μάθουνε, την δωροδοκία, το ρουσφέτι για τον αφέντη· οι Ρωμιοί ήταν τίμιοι, δεν τους άρεσαν αυτά)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Τροποποιήθηκε: 30/08/2025