ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεμίς (επίθ.) τ͑εμίς [tʰeˈmis] Αξ. τεμίζια [teʹmizʝa] Τροχ. Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. temiz = α) καθαρός β) τίμιος γ) ποιοτικός, επιθυμητός.
1. Καθαρός ό.π.τ. Συνών. καθαρός :1, κατινός :4
2. Τίμιος ό.π.τ. : Τι ήκρευαν να μας μάχ’νε, το μπαχτσίς, το ρουσφέτ’ για το αφέντη μ’· Ρωμιοί ήχταν τεμίζια ηντάν, ντεν τα χαζλάντιζαν (Τι ήθελαν να μας μάθουνε, την δωροδοκία, το ρουσφέτι για τον αφέντη· οι Ρωμιοί ήταν τίμιοι, δεν τους άρεσαν αυτά) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554
3. Άθικτος, αγνός, παρθένος (για γυναίκες, ιδιαίτερα νύφες) Αξ. Συνών. μπεκιάρης :2
Τροποποιήθηκε: 30/08/2025