τέλος
(ουσ. ουδ.)
τέλος
[ˈtelos]
Μισθ.
τέλο
[ˈtelo]
Ανακ.
τέλιο
[ˈteʎo]
Μαλακ.
Πληθ.
τέλια
[ˈteʎa]
Ανακ.
Αρχ. ουσ. τέλος. Ο τύπ. τέλο νεότ., με μεταπλ. κατά τα ουσ. σε -ο. Ο τύπ. τέλιο αναλογ. από τον πληθ. τέλια, που σχηματίστηκε αναλογ. προς άλλους πληθ. ουδ. σε -ια.
Τέλος
ό.π.τ.
:
Το τέλιο του Ιουνίου
(Το τέλος του Ιουνίου)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-ΚΠ177
Τέλια του Σταυρού
(Τέλη Σεπτεμβρίου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ήρταν τσ' άλλα Μισ̑ώτ', βόησαν ντα τσι σου τέλος κατακώλτσαν ντα Τουρκούς τσ' έχσαν ντου χωριό
(Ἠρθαν κι άλλοι Μιστιώτες, τους βοήθησαν, και στο τέλος έδιωξαν τους Τούρκους κι έχτισαν το χωριό)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
άκρα, έβγα