τελιτσές
(ουσ. ουδ.)
τελιτσές
[teliˈtses]
τα̈λιτσ̑α̈́ς
[tæliˈtʃæs]
Φάρασ.
Από το τουρκ. oυσ. delice = ήρα.
2. Ζιζάνιο που φυτρώνει ανάμεσα στα στάχυα