φιλίσκι
(ουσ. ουδ.)
φιλίσκι
[filiˈsci]
Αξ.
Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. filiski = α. φλισκούνι β. διαλεκτ., αγριοδυόσμος, το οπ. από το ουσ. φλησκούνι.
Είδος ζιζάνιου
Τροποποιήθηκε: 19/10/2025