ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φιρίκ (ουσ. ουδ.) φιρίκ [fiˈrik] Μαλακ. Πληθ. φιρίγκια [fiˈriɉa] Μαλακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. ferik/ firik = α) νεοσσός β) νέος, φρέσκος γ) ως χαρακτηρισμός για άνθρωπο που δείχνει μικρότερος από την ηλικία του (Tietze 2019: λ. ferik/ firik, THADS, λ. ferik IV)
Ως χαρακτηρισμός ανθρώπου που δεν είναι σοβαρός