φιρίκ
(ουσ. ουδ.)
φιρίκ
[fiˈrik]
Μαλακ.
Πληθ.
φιρίγκια
[fiˈriɉa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. ferik/ firik = α) νεοσσός β) νέος, φρέσκος γ) ως χαρακτηρισμός για άνθρωπο που δείχνει μικρότερος από την ηλικία του (Tietze 2019: λ. ferik/ firik, THADS, λ. ferik IV)
Ως χαρακτηρισμός ανθρώπου που δεν είναι σοβαρός