φιρλαγκούτσι
(ουσ. ουδ.)
φιρλαγκούτσι
[firlaˈgutsi]
Σινασσ.
φιρλανκότσ'
[firlanˈkots]
Μαλακ.
Από το παλ. τουρκ. ουσ. fırlangıç = α) σβούρα β) είδος παιχνιδιού από καλάμι που παράγει ήχο σαν όπλο (Özhan 2005: 101).
Είδος παιχνιδιού, αποτελούμενο από δύο περιστρεφόμενα καρύδια, στρόφαλος
ό.π.τ.