ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φιρλαγκούτσι (ουσ. ουδ.) φιρλαγκούτσι [firlaˈgutsi] Σινασσ. φιρλανκότσ' [firlanˈkots] Μαλακ. Από το παλ. τουρκ. ουσ. fırlangıç = α) σβούρα β) είδος παιχνιδιού από καλάμι που παράγει ήχο σαν όπλο (Özhan 2005: 101).
Είδος παιχνιδιού, αποτελούμενο από δύο περιστρεφόμενα καρύδια, στρόφαλος ό.π.τ.