φιλυριά
(ουσ.)
φιλυριά
[filiˈrʝa]
Σίλ.
Από το μεταγν. ουσ. φιλυρέα με συνίζ.
1. Φιλύρα
:
Έχουμ' ένα σουρού φιλυριές
(Έχουμε ένα σωρό φιλύρες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
2. Είδος κυπαρισσιού