φίλαντρος
(ουσ. αρσ.)
φίλαντρος
[ˈfilandros]
Ποτάμ.
Από τα ουσ. φίλος και άντρας. Αμφίβολο αν σχετίζεται με το αρχ. επίθ. φίλανδρος = αυτός που αγαπά τους άνδρες τον ανδρισμό, ή αυτή που αγαπά τον σύζυγό της.
Εραστής, αγαπητικός
:
|| Ασμ.
Πήγεν βρήκεν τη μητριά τ’, με τους φίλαντρους τρώει
Μάνα μ’, αν έρθ’ ο κύρης μου, τι απόλογο θα δώσεις; (Πήγε βρήκε τη μητρυά του, τρώει με τους αγαπητικούς
Mάνα μου, αν έρθει ο πατέρας μου, τι δικαιολόγηση θα δώσεις;) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Μάνα μ’, αν έρθ’ ο κύρης μου, τι απόλογο θα δώσεις; (Πήγε βρήκε τη μητρυά του, τρώει με τους αγαπητικούς
Mάνα μου, αν έρθει ο πατέρας μου, τι δικαιολόγηση θα δώσεις;) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327