φέτος
(επίρρ.)
φέτο
[ˈfeto]
Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
φέτου
[ˈfetu]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
φέτ'
[fet]
Αραβαν., Ουλαγ.
Από το νεότ. επίρρ. φέτο, το οπ. από το μεσν. επίρρ. φέτος (< μεταγν. ἐφέτος).
Φέτος
ό.π.τ.
:
Φέτου χρόνους μας πήγι καλός
(Φέτος η χρονιά πήγε καλά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το φυτό μας φέτ’ πολύ ντϋζgΰν’ τουν, πήραμ’ είκοσ’ γουμάρια σταφύλια
(Το αμπέλι μας φέτος ήταν πολύ καλό, πήραμε είκοσι φορτώματα σταφύλια)
Αραβαν.
-Φωστ.
Φέτο δου καλοκαίρ'
(Φέτος το καλοκαίρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ισύ νύφ' που να πας θάλασσα φέτου;
(Εσύ νύφη που θα πας (για) θάλασσα φέτος;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Πέρσ̑ι κάεν κώλος και φέτο ξέβεν βρώμος
(Πέρσι κάηκε ο κώλος και φέτος βγήκε η βρώμα˙ Για άκαιρες διαμαρτυρίες ή για μακροχρόνιες συνέπειες)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361