ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φέτος (επίρρ.) φέτο [ˈfeto] Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. φέτου [ˈfetu] Μαλακ., Μισθ., Σίλ. φέτ' [fet] Αραβαν., Ουλαγ. Από το νεότ. επίρρ. φέτο, το οπ. από το μεσν. επίρρ. φέτος (< μεταγν. ἐφέτος).
Φέτος ό.π.τ. : Φέτου χρόνους μας πήγι καλός (Φέτος η χρονιά πήγε καλά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Το φυτό μας φέτ’ πολύ ντϋζgΰν’ τουν, πήραμ’ είκοσ’ γουμάρια σταφύλια (Το αμπέλι μας φέτος ήταν πολύ καλό, πήραμε είκοσι φορτώματα σταφύλια) Αραβαν. -Φωστ. Φέτο δου καλοκαίρ' (Φέτος το καλοκαίρι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ισύ νύφ' που να πας θάλασσα φέτου; (Εσύ νύφη που θα πας (για) θάλασσα φέτος;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Πέρσ̑ι κάεν κώλος και φέτο ξέβεν βρώμος (Πέρσι κάηκε ο κώλος και φέτος βγήκε η βρώμα˙ Για άκαιρες διαμαρτυρίες ή για μακροχρόνιες συνέπειες) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361