φερίκα
(ουσ.)
φερίκα
[feˈrika]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. refika = σύζυγος με μετάθ. των [r] και [f].
Η δεύτερη σύζυγος
Τροποποιήθηκε: 24/01/2025