ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φετινός (επίθ.) φετινός [fetiˈnos] Σίλ. φετ'νό [fetˈno] Μαλακ. φετινού [fetiˈnu] Ουλαγ. φετ'νού [fetˈnu] Μισθ. φετσ̑ινό [fetʃiˈno] Αραβαν., Γούρδ. Από το μεταγν. επίθ. ἐφετινός. Ο τύπ. φετινός μεσν.
Φετινός ό.π.τ. : Φετινό του χρόνου (Τον φετινό χρόνο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σον φετινού ντο χρόνος, χρόνος ντε χιώρ'σα (Σαν τον φετινό χρόνο, χρόνο δεν είδα) Ουλαγ. -Κεσ. Φετ'νού χειμός τσειόδουν πολύ βαρύ (Ο φετινός χειμώνας ήταν πολύ βαρύς) Μισθ. -Κοτσαν.