ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φικίρι (ουσ. ουδ.) φικ͑ίρι [fiˈkhiri] Σατ. φικίρ' [fiˈcir] Τροχ., Φλογ. φίκρι [ˈfikri] Φάρασ. Πληθ. φικ͑ιλούδια [fikhiˈluðʝa] Σίλατ. Από το τουρκ. ουσ. fikir = α) σκέψη, ιδέα β) γνώμη γ) μυαλό, νους.
1. Ιδέα, γνώμη, πρόθεση ό.π.τ. : Απός γροίκ'σεν του 'ρκουδού το φίκρι (Η αλεπού κατάλαβε τη σκέψη/πρόθεση της αρκούδας) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Μάνα σας έχ' κ͑οτί φικίρ, να σας σφάξ' (Η μάνα σας έχει κακό σκοπό, να σας σφάξει) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Είχαν ένα φικίρ' το κορίτσ’, άμα δοικηθεί, γιολατά χαρτί κουρφάς ’ς άντρα τ’ και γράφ’ τα κουρφά μας (Είχαν την ιδέα ότι το κορίτσι, όταν παντρευτεί, θα στέλνει κρυφά στον άντρα της γράμμα και θα γράφει τα μυστικά μας) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Το φίκρι τσ̑αι το γαρέρι τουν πάλ' ένι να βκάλουν τον Βαρασ̑ό 'σ' τη μέση (Η πρόθεση και ο υπολογισμός τους είναι πάλι να βγάλουν τα Φάρασα από τη μέση) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
2. Μυαλό, νους Σατ., Σίλατ. : ‘ύρτσα το φικ͑ίρι μου (Έστρεψα το μυαλό μου σε κάτι, σκέφτηκα) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388 Eίστε Γιουνάν φικιλούδια (Είστε ελληνικά μυαλά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. ακίλι, κουρσάχι, μυαλό