ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φέσι (ουσ. ουδ.) φέσι [ˈfesi] Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Τσουχούρ., Φκόσ., Φλογ. φεσ' [fes] Καππ. φα̈́σι [ˈfæsi] Αφσάρ. φα̈σ̑' [fæʃ] Μισθ. Θηλ. φέσα η [ˈfesa] Φάρασ. Πληθ. φέσα [ˈfesa] Φάρασ. φέσ̑α [ˈfeʃa] Τσουχούρ. Θηλ. φέσες [ˈfeses] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. φέσι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. fes.
Φέσι ό.π.τ. : Έδεκεν ντο λίο νερό ασ' σο φέσ', κι έπιεν και ντιρίλ'σεν (Του έδωσε λίγο νερό από το φέσι, και ήπιε και συνήλθε) Τελμ. -Dawk. Ιτό βασιλέγας να πάει να γκεζινdίσ̑' λέ', να φέρ'νι του φέσι τ' του καλό τ' (Αυτός ο βασιλιάς πρόκειται να πάει περίπατο· λέει, Να του φέρουν το καλό του το φέσι) Μαλακ. -Dawk. Βκαλίνκαμ’ τις φέσες εμείς, βκαλίνκαν τζ̑αι αdζ̑είνοι (Βγάζαμε τα φέσια εμείς, τα έβγαζαν κι εκείνοι, ενν. οι Τούρκοι στην εκκλησία) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Γέναν φα̈σ̑' (Έγιναν φέσι˙ Μέθυσαν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Νταλ φες (Γυμνό φέσι˙ Σκέτο φέσι με μικρή κοντή φούντα. Πβ. τουρκ. ουσ. <em>dal fes</em> = φέσι που φοριέται χωρίς τουρμπάνι.) Αξ. -Μαυροχ.