φέσι
(ουσ. ουδ.)
φέσι
[ˈfesi]
Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Τσουχούρ., Φκόσ., Φλογ.
φεσ'
[fes]
Καππ.
φα̈́σι
[ˈfæsi]
Αφσάρ.
φα̈σ̑'
[fæʃ]
Μισθ.
Θηλ.
φέσα η
[ˈfesa]
Φάρασ.
Πληθ.
φέσα
[ˈfesa]
Φάρασ.
φέσ̑α
[ˈfeʃa]
Τσουχούρ.
Θηλ.
φέσες
[ˈfeses]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. φέσι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. fes.
Φέσι
ό.π.τ.
:
Έδεκεν ντο λίο νερό ασ' σο φέσ', κι έπιεν και ντιρίλ'σεν
(Του έδωσε λίγο νερό από το φέσι, και ήπιε και συνήλθε)
Τελμ.
-Dawk.
Ιτό βασιλέγας να πάει να γκεζινdίσ̑' λέ', να φέρ'νι του φέσι τ' του καλό τ'
(Αυτός ο βασιλιάς πρόκειται να πάει περίπατο· λέει, Να του φέρουν το καλό του το φέσι)
Μαλακ.
-Dawk.
Βκαλίνκαμ’ τις φέσες εμείς, βκαλίνκαν τζ̑αι αdζ̑είνοι
(Βγάζαμε τα φέσια εμείς, τα έβγαζαν κι εκείνοι, ενν. οι Τούρκοι στην εκκλησία)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Γέναν φα̈σ̑'
(Έγιναν φέσι˙ Μέθυσαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Νταλ φες
(Γυμνό φέσι˙ Σκέτο φέσι με μικρή κοντή φούντα. Πβ. τουρκ. ουσ. <em>dal fes</em> = φέσι που φοριέται χωρίς τουρμπάνι.)
Αξ.
-Μαυροχ.